федул — разиня, простофиля , псковск., тверск. (Даль). От имени собств. Феодул из греч. Θεόδουλος – имя мученика при Юлиане (Папе – Бензелер 490) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
May 2 (Eastern Orthodox liturgics) — May 1 Eastern Orthodox Church calendar May 3 All fixed commemorations below celebrated on May 15 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other Commemorations 1.2 Oriental Orthodox … Wikipedia
Греческие имена — Ниже приводится список имён греческого происхождения. Многие греческие имена входят в другие языки, но они более популярны среди самих греков. Содержание 1 А 2 В 3 Г 4 Д … Википедия
Роман (митрополит Литовский) — Митрополит Роман митрополит Литовский (1355 1362). По свидетельству Рогожского летописца,[1] совместившего фрагменты истории Романа и предыдущего митрополита Феодорита, сын тверского боярина монах Роман из Литвы в 1352 году отправился в… … Википедия
Список имён греческого происхождения — Эта статья или раздел нуждается в переработке. Пожалуйста, улучшите статью в соответствии с правилами написания статей … Википедия
βασιλείδης — I (αρχές 2ου αι. μ.Χ.). Γνωστικός φιλόσοφος και αιρετικός. Ήταν Έλληνας στην καταγωγή, αλλά έζησε και δίδαξε στην Αίγυπτο. Οι φιλοσοφικές θεωρίες και οι αιρετικές αντιλήψεις του διασώθηκαν από τους αγίους Ειρηναίο και Ιππόλυτο. Κατά τον πρώτο, ο… … Dictionary of Greek
γαλανός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από το Κεράσοβο της Αιτωλίας. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις των Αγράφων και της Δυτικής Στερεάς. Σκοτώθηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου (1826). 2. Ευάγγελος. Καταγόταν από το Μεσολόγγι. Σκοτώθηκε… … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
Θωμάς ο Μάγιστρος — (13ος αι. – αρχές 14ου αι.). Βυζαντινός λόγιος και γραμματικός. Ήταν γνωστός και με το μοναχικό του όνομα Θεόδουλος. Το μόνο γνωστό στοιχείο για τη ζωή του είναι ότι υπήρξε σύμβουλος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου B’ του Παλαιολόγου (1282 1328).… … Dictionary of Greek
Κακαβάς — I Επώνυμο αγιογράφων των μεταβυζαντινών χρόνων.1. Δημήτριος (β’ μισό 16ου – αρχές 17ου αι.). Εργάστηκε από το 1590, οπότε ζωγράφισε τις τοιχογραφίες του μοναστηριού της Μαλαισίνας, έως το 1632, που διακόσμησε το καθολικό του μοναστηριού της Γόλας … Dictionary of Greek